ἀριθμητικός

ἀριθμητικός
ἀριθμ-ητικός, ή, όν,
A of or for reckoning, skilled therein,

ἄνθρωπος Id.Grg.453e

.
II arithmetical,

μέσα Archyt.2

;

ἀναλογία Arist.EN1106a35

;

τὸ ἓν ἁπλῶς οὐκ ἦν ἀ. Dam.Pr.117

; ἡ ἀριθμητική (sc. τέχνη) arithmetic, Pl.R.525a, al.; as a subject of competition, Inscr.Magn.107;

ἡ ἀ. ἐπιστήμη Plu. 2.979e

. Adv. -κῶς ib.643c, Theo Sm.p.116H.
III -κόν, τό, land-tax in Egypt,

τὸ τέλειον ἀ. Sammelb.4415.14

(ii A. D.), etc.;

ἡμιτέλειον ἀ. BGU330.6

(ii A. D.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ἀριθμητικός — of masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αριθμητικός — ή, ό (AM ἀριθμητικός, ή, όν) [αριθμητός] 1. ο σχετικός με την αρίθμηση, τους αριθμούς και την αριθμητική 2. αυτός που εκφράζεται με αριθμούς ή εκφράζει αριθμούς 3. το θηλ. ως ουσ. η αριθμητική η επιστήμη των αριθμών νεοελλ. 1. το θηλ. ως ουσ. η… …   Dictionary of Greek

  • αριθμητικός — ή, ό 1. αυτός που αναφέρεται στην αρίθμηση ή στους αριθμούς: Το πρόβλημα αυτό δεν είναι αλγεβρικό, αλλά αριθμητικό. 2. αυτός που εκφράζεται με αριθμό: Ζήτησε κατάσταση αριθμητική, όχι ονομαστική. 3. (γραμμ.), αριθμητικά, τα επίθετα, ουσιαστικά… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀριθμητικά — ἀριθμητικός of neut nom/voc/acc pl ἀριθμητικά̱ , ἀριθμητικός of fem nom/voc/acc dual ἀριθμητικά̱ , ἀριθμητικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀριθμητικῶν — ἀριθμητικός of fem gen pl ἀριθμητικός of masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀριθμητικόν — ἀριθμητικός of masc acc sg ἀριθμητικός of neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀριθμητικώτατον — ἀριθμητικός of masc acc superl sg ἀριθμητικός of neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τιμάριθμος — Αριθμητικός δείκτης που εμφανίζει τις διακυμάνσεις των τιμών των ειδών σε ορισμένη χρονική περίοδο και σε σύγκριση με το επίπεδο τιμών της περιόδου που έχουμε πάρει ως βάση. Ο τ. περιλαμβάνει τις τιμές ορισμένων προϊόντων. Για να τον καταρτίσουν …   Dictionary of Greek

  • ἀριθμητικαῖς — ἀριθμητικός of fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀριθμητικαί — ἀριθμητικός of fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀριθμητικοῖς — ἀριθμητικός of masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”